- νοσογνωμονικός
- νοσογνωμονικός, -ή, -όν (Α)1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονικήη τέχνη τής διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ. φυσιογνωμονικός].
Dictionary of Greek. 2013.